- αγιόφυλλο
- Φυτό της οικογένειας των καπριφυλλιδών, με περίπου 150 είδη που ευδοκιμούν στις εύκρατες και τροπικές περιοχές του βόρειου ημισφαίριου. Είναι θάμνοι όρθιοι ή αναρριχητικοί, φυλλοβόλοι ή ημιαειθαλείς, με φύλλα αντίθετα, ακέραια, χωρίς παράφυλλα, με μικρό μίσχο. Τα άνθη τους είναι άσπρα, κιτρινωπά, ρόδινα ή κοκκινωπά. Ο καρπός τους είναι ρώγα κόκκινη, κίτρινη, άσπρη, μπλε ή μαύρη. Είναι φυτά καλλωπιστικά και καλλιεργούνται για τα άφθονα και συνήθως με εύοσμα άνθη τους και για τους πολύχρωμους καρπούς τους. Τα αναρριχητικά είδη είναι κατάλληλα για την κάλυψη τοίχων και κιγκλιδωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.