αγιόφυλλο

αγιόφυλλο
Φυτό της οικογένειας των καπριφυλλιδών, με περίπου 150 είδη που ευδοκιμούν στις εύκρατες και τροπικές περιοχές του βόρειου ημισφαίριου. Είναι θάμνοι όρθιοι ή αναρριχητικοί, φυλλοβόλοι ή ημιαειθαλείς, με φύλλα αντίθετα, ακέραια, χωρίς παράφυλλα, με μικρό μίσχο. Τα άνθη τους είναι άσπρα, κιτρινωπά, ρόδινα ή κοκκινωπά. Ο καρπός τους είναι ρώγα κόκκινη, κίτρινη, άσπρη, μπλε ή μαύρη. Είναι φυτά καλλωπιστικά και καλλιεργούνται για τα άφθονα και συνήθως με εύοσμα άνθη τους και για τους πολύχρωμους καρπούς τους. Τα αναρριχητικά είδη είναι κατάλληλα για την κάλυψη τοίχων και κιγκλιδωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αγιόφυλλο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 543 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”